- γλωσσογράφος
- γλωσσο-γράφος [ᾰ], ον,A writer on γλῶσσαι, Str.13.1.19, Ath. 3.114b, 15.699e, Gal.19.106.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλωσσογράφος — writer on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφος — ο (AM γλωσσογράφος) αυτός που συλλέγει και ερμηνεύει γλώσσες, απηρχαιωμένες ή ιδιωματικές λέξεις … Dictionary of Greek
γλωσσογράφος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη γλωσσογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλωσσογράφον — γλωσσογράφος writer on masc/fem acc sg γλωσσογράφος writer on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωττογράφος — γλωσσογράφος , γλωσσογράφος writer on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφοι — γλωσσογράφος writer on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφοις — γλωσσογράφος writer on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφου — γλωσσογράφος writer on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφους — γλωσσογράφος writer on masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσογράφων — γλωσσογράφος writer on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek